Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλμός
βαλός
βαλσαμέλαιον
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βαλώστιον
βάμβα
βαμβαίνω
βαμβακεία
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμβαλα
βαμβαλύζω
βαμβραδών
βαμβράσσει
βᾶμες
View word page
βάμβα
βάμβα,
A). = βάμμα (Syrac.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάμβα
Headword (normalized):
βάμβα
Headword (normalized/stripped):
βαμβα
IDX:
19291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19292
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάμβα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βάμμα</span> (Syrac.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}