Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλλιστής
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλμός
βαλός
βαλσαμέλαιον
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βαλώστιον
βάμβα
βαμβαίνω
βαμβακεία
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
βαμβάκτης
βάμβαλα
βαμβαλύζω
βαμβραδών
βαμβράσσει
View word page
βαλώστιον
βαλώστιον, τό,
A). = βαλαύστιον , PSI 5.489 (iii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαλώστιον
Headword (normalized):
βαλώστιον
Headword (normalized/stripped):
βαλωστιον
IDX:
19290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19291
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαλώστιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βαλαύστιον</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 5.489 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}