Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαλλητύς
βαλλίζω
βαλλίον
βάλλις
βαλλισμός
βαλλιστής
βαλλίστρα
βάλλω
βαλλωτή
βαλμός
βαλός
βαλσαμέλαιον
βαλσαμίνη
βάλσαμον
βαλσαμῶδες
βαλώστιον
βάμβα
βαμβαίνω
βαμβακεία
βαμβάκιον
βαμβακοειδής
View word page
βαλός
βᾱλός
,
ὁ
, Dor. for
βηλός
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βαλός
Headword (normalized):
βαλός
Headword (normalized/stripped):
βαλος
IDX:
19285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19286
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾱλός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">βηλός</span> (q.v.).</div><br><br>'}