Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαλικιώτης
βαλιός
βαλίς
βαλιῶται
βαλλαντιατόμος
βαλλαντίδιον
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
βάλλεκα
βαλλήν
βαλληνάδε
βαλλητύς
βαλλίζω
βαλλίον
βάλλις
βαλλισμός
βαλλιστής
βαλλίστρα
βάλλω
View word page
βάλλεκα
βάλλεκα·
ψῆφον,
Hsch.
βαλληίαι·
οἱ ἀκροβολισμοί,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βάλλεκα
Headword (normalized):
βάλλεκα
Headword (normalized/stripped):
βαλλεκα
IDX:
19272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19273
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάλλεκα·</span> <span class="foreign greek">ψῆφον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">βαλληίαι·</span> <span class="foreign greek">οἱ ἀκροβολισμοί,</span> Id.</div><br><br>'}