Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βάλερος
βαλήν
βάληος
βαλία
βάλιον
βαλιδικός
βαλικιώτης
βαλιός
βαλίς
βαλιῶται
βαλλαντιατόμος
βαλλαντίδιον
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
βάλλεκα
βαλλήν
βαλληνάδε
βαλλητύς
βαλλίζω
View word page
βαλλαντιατόμος
βαλλαντιατόμος,
A). v. βαλλαντιοτόμος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαλλαντιατόμος
Headword (normalized):
βαλλαντιατόμος
Headword (normalized/stripped):
βαλλαντιατομος
IDX:
19266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19267
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαλλαντιατόμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βαλλαντιοτόμος.</span> </div> </div><br><br>'}