Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
βαλβίς
βάλε
βάλερος
βαλήν
βάληος
βαλία
βάλιον
βαλιδικός
βαλικιώτης
βαλιός
βαλίς
βαλιῶται
βαλλαντιατόμος
βαλλαντίδιον
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
βάλλεκα
View word page
βαλικιώτης
βαλικιώτης (vαλ-), Cret. for ἡλικιώτης, Hsch. βαλῖνος,
A). v. βάλερος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαλικιώτης
Headword (normalized):
βαλικιώτης
Headword (normalized/stripped):
βαλικιωτης
IDX:
19262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19263
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαλικιώτης</span> (<span class="etym greek">vαλ-</span>), Cret. for <span class="foreign greek">ἡλικιώτης,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">βαλῖνος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βάλερος.</span> </div> </div><br><br>'}