Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
βαλβίς
βάλε
βάλερος
βαλήν
βάληος
βαλία
βάλιον
βαλιδικός
βαλικιώτης
βαλιός
βαλίς
βαλιῶται
βαλλαντιατόμος
βαλλαντίδιον
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
βαλλαχράδαι
View word page
βαλιδικός
βαλιδικός
,
ή
,
όν
, epith. of a kind of
A).
nut,
κάρυα βαλιδικά
PPetr.
3p.332
.
ShortDef
nut
Debugging
Headword:
βαλιδικός
Headword (normalized):
βαλιδικός
Headword (normalized/stripped):
βαλιδικος
IDX:
19261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19262
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαλιδικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, epith. of a kind of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">nut,</span> <span class="quote greek">κάρυα βαλιδικά</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PPetr.</span> 3p.332 </span> .</div> </div><br><br>'}