Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
βαλβίς
βάλε
βάλερος
βαλήν
βάληος
βαλία
βάλιον
βαλιδικός
βαλικιώτης
βαλιός
βαλίς
βαλιῶται
βαλλαντιατόμος
βαλλαντίδιον
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
View word page
βάλιον
βάλιον πηρόν (Cret.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάλιον
Headword (normalized):
βάλιον
Headword (normalized/stripped):
βαλιον
IDX:
19260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19261
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάλιον</span> <span class="foreign greek">πηρόν</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}