Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλάσαι
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
βαλβίς
βάλε
βάλερος
βαλήν
βάληος
βαλία
βάλιον
βαλιδικός
βαλικιώτης
βαλιός
βαλίς
βαλιῶται
βαλλαντιατόμος
βαλλαντίδιον
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
View word page
βαλία
βαλία· ὀφθαλμία, καὶ τὸν


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαλία
Headword (normalized):
βαλία
Headword (normalized/stripped):
βαλια
IDX:
19259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19260
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαλία·</span> <span class="foreign greek">ὀφθαλμία, καὶ τὸν</span> </div><br><br>'}