Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλανόω
βαλαντίδιον
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνω[σις
βαλανωτός
βάλαρες
βαλάρα
βάλαρις
βαλαρός
βαλάσαι
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
βαλβίς
βάλε
βάλερος
βαλήν
βάληος
βαλία
View word page
βαλάσαι
βαλάσαι· ἀγοράσαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαλάσαι
Headword (normalized):
βαλάσαι
Headword (normalized/stripped):
βαλασαι
IDX:
19249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαλάσαι·</span> <span class="foreign greek">ἀγοράσαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}