Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βάλανος
βαλανοφαγέω
βαλανοφάγος
βαλανόω
βαλαντίδιον
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνω[σις
βαλανωτός
βάλαρες
βαλάρα
βάλαρις
βαλαρός
βαλάσαι
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
βαλβίς
βάλε
βάλερος
View word page
βαλάρα
βαλάρα
γὰρ γυνὴ παρὰ Βοιωτοῖς,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βαλάρα
Headword (normalized):
βαλάρα
Headword (normalized/stripped):
βαλαρα
IDX:
19246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19247
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαλάρα</span> <span class="foreign greek">γὰρ γυνὴ παρὰ Βοιωτοῖς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}