Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανοφαγέω
βαλανοφάγος
βαλανόω
βαλαντίδιον
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνω[σις
βαλανωτός
βάλαρες
βαλάρα
βάλαρις
βαλαρός
βαλάσαι
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
βαλβιδοῦχος
βαλβιδώδης
βαλβίς
βάλε
View word page
βάλαρες
βάλαρες· οἱ βλαισοί,


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάλαρες
Headword (normalized):
βάλαρες
Headword (normalized/stripped):
βαλαρες
IDX:
19245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19246
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάλαρες·</span> <span class="foreign greek">οἱ βλαισοί,</span> </div><br><br>'}