Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανοφαγέω
βαλανοφάγος
βαλανόω
βαλαντίδιον
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνω[σις
βαλανωτός
βάλαρες
βαλάρα
βάλαρις
βαλαρός
βαλάσαι
βαλαύστιον
βαλαύστρινος
View word page
βαλαντιοκλέπτης
βᾰλαντῐοκλέπτης
,
ου
,
ὁ
,
A).
cutpurse,
Phryn.
201
(who condemns the form
βαλαντο-
).
ShortDef
cutpurse
Debugging
Headword:
βαλαντιοκλέπτης
Headword (normalized):
βαλαντιοκλέπτης
Headword (normalized/stripped):
βαλαντιοκλεπτης
IDX:
19241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19242
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰλαντῐοκλέπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cutpurse,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phryn.</span> 201 </span> (who condemns the form <span class="foreign greek">βαλαντο-</span>).</div> </div><br><br>'}