Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανοφαγέω
βαλανοφάγος
βαλανόω
βαλαντίδιον
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνω[σις
βαλανωτός
βάλαρες
βαλάρα
βάλαρις
βαλαρός
βαλάσαι
βαλαύστιον
View word page
βαλαντίδιον
βαλαντίδιον, βαλάντιον, βαλαντιοτομέω, βᾰλᾰνο-τόμος,
A). v. βαλλ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαλαντίδιον
Headword (normalized):
βαλαντίδιον
Headword (normalized/stripped):
βαλαντιδιον
IDX:
19240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19241
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαλαντίδιον</span>, <span class="orth greek">βαλάντιον</span>, <span class="orth greek">βαλαντιοτομέω</span>, <span class="orth greek">βᾰλᾰνο-τόμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βαλλ-.</span> </div> </div><br><br>'}