Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανοφαγέω
βαλανοφάγος
βαλανόω
βαλαντίδιον
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνω[σις
βαλανωτός
βάλαρες
βαλάρα
βάλαρις
βαλαρός
View word page
βαλανοφάγος
βᾰλᾰνο-φάγος [φᾰ],
A). = βαλανηφάγος , EM 790.36 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαλανοφάγος
Headword (normalized):
βαλανοφάγος
Headword (normalized/stripped):
βαλανοφαγος
IDX:
19238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19239
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰλᾰνο-φάγος</span> [<span class="foreign greek">φᾰ],</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βαλανηφάγος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:790:36" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:790.36/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 790.36 </a>.</div> </div><br><br>'}