Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανοφαγέω
βαλανοφάγος
βαλανόω
βαλαντίδιον
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνω[σις
βαλανωτός
βάλαρες
βαλάρα
βάλαρις
View word page
βαλανοφαγέω
βᾰλᾰνο-φᾰγέω,
A). = βαλανηφαγέω , Sch. Od. 19.163 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαλανοφαγέω
Headword (normalized):
βαλανοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
βαλανοφαγεω
IDX:
19237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19238
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰλᾰνο-φᾰγέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βαλανηφαγέω</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:19:163" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:19.163/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 19.163 </a>.</div> </div><br><br>'}