Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαλάνιον
βαλανίς
βαλάνισις
βαλανισμός
βαλάνισσα
βαλανιστέον
βαλανιστής
βαλανίτης
βαλανῖτις
βαλανοδόκη
βαλανοειδής
βαλανοκάστανον
βάλανος
βαλανοφαγέω
βαλανοφάγος
βαλανόω
βαλαντίδιον
βαλαντιοκλέπτης
βαλανώδης
βαλάνω[σις
βαλανωτός
View word page
βαλανοειδής
βᾰλᾰνο-ειδής
,
ές
,
A).
like an acorn,
Dsc.
5.137
.
ShortDef
like an acorn
Debugging
Headword:
βαλανοειδής
Headword (normalized):
βαλανοειδής
Headword (normalized/stripped):
βαλανοειδης
IDX:
19234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19235
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰλᾰνο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like an acorn,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.137 </span>.</div> </div><br><br>'}