Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Βακχισταί
Βακχιών
Βακχιώτης
βακχόαν
Βάκχος
βακχούρια
βάκχυλος
Βακχώδης
Βάκχων
βάλαγρος
βάλαικες
βαλαικάκες
βαλαιόν
βαλακρός
βαλανάγρα
βαλανάριον
βαλανειόμφαλος
βαλανεῖον
βαλανείτης
βαλανεύς
βαλανευτής
View word page
βάλαικες
βάλαικες·
δεσμωτήριον, καὶ
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βάλαικες
Headword (normalized):
βάλαικες
Headword (normalized/stripped):
βαλαικες
IDX:
19202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19203
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάλαικες·</span> <span class="foreign greek">δεσμωτήριον, καὶ</span> </div><br><br>'}