Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Βακίζω
Βακίνθιος
βακίς
βάκκαρ
βάκκαρις
βάκλον
βακνίδες
βακταρικροῦσα
βακτηρεύω
βακτηρία
βακτηρίδιον
βακτήριον
Βάκτρα
βάκτρευμα
βακτρεύω
βακτριασμός
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βακτροφόρας
βάκχαρ
βάκχαρι
View word page
βακτηρίδιον
βακτηρ-ίδιον, τό, Dim. of βακτηρία, Hsch.
A). s.v. κάλιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βακτηρίδιον
Headword (normalized):
βακτηρίδιον
Headword (normalized/stripped):
βακτηριδιον
IDX:
19154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19155
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βακτηρ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">βακτηρία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">κάλιον.</span> </div> </div><br><br>'}