Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βάκηλος
βακίας
Βακίζω
Βακίνθιος
βακίς
βάκκαρ
βάκκαρις
βάκλον
βακνίδες
βακταρικροῦσα
βακτηρεύω
βακτηρία
βακτηρίδιον
βακτήριον
Βάκτρα
βάκτρευμα
βακτρεύω
βακτριασμός
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βακτροφόρας
View word page
βακτηρεύω
βακτηρ-εύω,
A). = βακτρεύω , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βακτηρεύω
Headword (normalized):
βακτηρεύω
Headword (normalized/stripped):
βακτηρευω
IDX:
19152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19153
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βακτηρ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βακτρεύω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}