Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βαθυχρήμων
βαθύχροος
βαΐα
βαῖβυξ
βαίδειον
βαϊνός
βαίνω
βάϊον
βαιός
βαϊοφορέω
βαϊοφορία
βαιόχρονος
βάϊς
βαισήνης
βαίτη
βαίτιον
βαιτοφόρος
βαιτρεύειν
βαίτυλος
βαῖτυξ
βαιῶμφαι
View word page
βαϊοφορία
βαϊο-φορία
,
ἡ
, ib.
295.11
(ii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βαϊοφορία
Headword (normalized):
βαϊοφορία
Headword (normalized/stripped):
βαιοφορια
IDX:
19127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19128
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαϊο-φορία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, ib.<span class="bibl"> 295.11 </span> (ii A. D.).</div><br><br>'}