Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθυστολέω
βαθύστολμος
βαθύστομος
βαθύστρωτος
βαθύσχινος
βαθύσχοινος
βαθυτέρμων
βαθύτης
βαθύτιμος
βαθυτομέω
βαθύϋδρος
βαθύϋπνος
βαθυφροσύνη
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθύφωνος
βαθυχάϊος
βαθυχαιτήεις
βαθυχαίτης
View word page
βαθύτιμος
βᾰθύ-τῑμος [ῠ],
A). v. βαρύτιμος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαθύτιμος
Headword (normalized):
βαθύτιμος
Headword (normalized/stripped):
βαθυτιμος
IDX:
19104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19105
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰθύ-τῑμος</span> <span class="pron greek">[ῠ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βαρύτιμος.</span> </div> </div><br><br>'}