Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
βαθύπλοκος
βαθύπλοος
βαθυπλούσιος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρρη
βαθύρρηνος
βαθυρριζία
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθύρρωχμος
View word page
βαθύπτερος
βᾰθύ-πτερος, ον,
A). deep-winged, Epic. in Arch.Pap. 7p.4 .


ShortDef

deep-winged

Debugging

Headword:
βαθύπτερος
Headword (normalized):
βαθύπτερος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπτερος
IDX:
19071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19072
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰθύ-πτερος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deep-winged,</span> Epic. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Arch.Pap.</span> 7p.4 </span>.</div> </div><br><br>'}