Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαθύπεδος
βαθύπελμος
βαθύπεπλος
βαθύπικρος
βαθυπλεκής
βαθύπλευρος
βαθυπλήξ
βαθυπλόκαμος
βαθύπλοκος
βαθύπλοος
βαθυπλούσιος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
βαθύπορος
βαθύπτερος
βαθυπύθμην
βαθυπώγων
βαθυρρείτης
βαθυρρείων
βαθύρρη
View word page
βαθυπλούσιος
βᾰθυ-πλούσιος, ον, = sq., Poll. 3.109 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαθυπλούσιος
Headword (normalized):
βαθυπλούσιος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπλουσιος
IDX:
19066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19067
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰθυ-πλούσιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3:109" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3.109/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 3.109 </a>.</div><br><br>'}