Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαθυδίνης
βαθυδίνης
βαθυδινήτης
βαθύδοξος
βαθυεργέω
βαθύζωνος
βάθυθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκάρδιος
βαθύκαρπος
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκληρος
βαθυκνήμις
βαθύκνημος
βαθύκολπος
βαθυκόμης
βαθύκομος
βαθύκρημνος
βαθυκρήπις
βαθυκτέανος
View word page
βαθυκήτης
βᾰθῠ-κήτης πόντος
A). deep yawning sea, Thgn. 175 ; cf. μεγακήτης.


ShortDef

deep yawning

Debugging

Headword:
βαθυκήτης
Headword (normalized):
βαθυκήτης
Headword (normalized/stripped):
βαθυκητης
IDX:
19035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19036
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰθῠ-κήτης</span> <span class="foreign greek">πόντος</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deep yawning</span> sea, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thgn.</span> 175 </span>; cf. <span class="foreign greek">μεγακήτης.</span> </div> </div><br><br>'}