Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
βαθυδίνης
βαθυδίνης
βαθυδινήτης
βαθύδοξος
βαθυεργέω
βαθύζωνος
βάθυθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκάρδιος
βαθύκαρπος
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκληρος
βαθυκνήμις
βαθύκνημος
βαθύκολπος
βαθυκόμης
βαθύκομος
View word page
βαθυκαμπής
βᾰθῠ-καμπής, ές,
A). strongly curved, AP 6.306 (Ariston).


ShortDef

strongly curved

Debugging

Headword:
βαθυκαμπής
Headword (normalized):
βαθυκαμπής
Headword (normalized/stripped):
βαθυκαμπης
IDX:
19032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19033
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βᾰθῠ-καμπής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strongly curved,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 6.306 </span> (Ariston).</div> </div><br><br>'}