βαθύζωνος
βᾰθῠ/-ζωνος, ον,
A). deep-girded (cf. βαθύκολπος) , βαθυζώνους τε γυναῖκας , 9.594 ; 3.154 βαρβάρων γυναικῶν τὸ ἐπίθετον Sch.Od.l.c.; βαθυζώνων .. Περσίδων Pers. 155 (lyr.); but epith. of Leto, , 10.16 Fr. 89 ; Χάριτες P. 9.2 , ;[ 5.9 Μοῦσαι] I. 6(5).74 ; νύμφα βαθύζωνε Ichn. 237 (lyr.).—Not in