Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθμώδης
βαθόημι1
βάθος
βάθρα
βαθράδιον
βάθρακος
βαθρεία
βαθρίδιον
βαθρικόν
βαθρίον
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
View word page
βαθρίδιον
βαθρίδιον,
A). v. βαθράδιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαθρίδιον
Headword (normalized):
βαθρίδιον
Headword (normalized/stripped):
βαθριδιον
IDX:
19010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19011
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαθρίδιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βαθράδιον.</span> </div> </div><br><br>'}