Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαθίων
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθμώδης
βαθόημι1
βάθος
βάθρα
βαθράδιον
βάθρακος
βαθρεία
βαθρίδιον
βαθρικόν
βαθρίον
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
View word page
βάθρακος
βάθρακος,
A). v. βάτραχος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάθρακος
Headword (normalized):
βάθρακος
Headword (normalized/stripped):
βαθρακος
IDX:
19008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-19009
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάθρακος,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βάτραχος.</span> </div> </div><br><br>'}