Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδομαι
βάδος
Βαδρόμιος
βαδύς
βάζω
βαθακίζων
βαθίων
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθμώδης
βαθόημι1
βάθος
βάθρα
βαθράδιον
βάθρακος
View word page
βαθίων
βαθίων, βάθιστος, Comp. and Sup. of βαθύς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαθίων
Headword (normalized):
βαθίων
Headword (normalized/stripped):
βαθιων
IDX:
18998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βαθίων</span>, <span class="orth greek">βάθιστος</span>, Comp. and Sup. of <span class="foreign greek">βαθύς.</span> </div><br><br>'}