βάζω
βάζω, poet. Verb, used chiefly in pres. and impf.: aor.
A). ἔβαξα : pf. Pass. (v. infr.):— speak, say, ἄρτια βάζειν , al.; 14.92 ἀνεμώλια β. ; 4.837 πεπνυμένα βάζεις ; 9.58 οἵτ’ εὖ μὲν βάζουσι κακῶς δ’ ὄπιθεν φρονέουσιν ; 18.168 νήπια β. Fr. 157 ; ἐβληχημένα β. AP 7.636 ( ): c. dupl. acc., ταῦτά μ’ ἀγειρόμενοι θάμ’ ἐβάζετε , cf. 16.207 Hipp. 119 ; πολλὰ κακῶς β. ἑστίαν Ἀτρειδᾶν Rh. 719 (lyr.); καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα β. Ch. 882 : c. dat. modi, χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι address with sharp words, Op. 186 ; κακοῖσι β. πολλὰ Τυδέως βίαν Th. 571 ; ὑπέραυχα β. ἐπὶ πτόλει ib. 483 ; εἴ τι μὴ ψεῦδος ἡ παροιμίη βάζει ; 2.102 Διονύσῳ ὄργια βάζων IG 14.1642 :— Pass., ἔπος .. βέβακται a word has been spoken, . (Cf. 8.408 βάξις, βάσκειν (for βάκ-σκειν), ἀβακής.)