Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδομαι
βάδος
Βαδρόμιος
βαδύς
βάζω
βαθακίζων
βαθίων
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθμώδης
βαθόημι1
View word page
Βαδρόμιος
Βαδρόμιος, Βαδρομιών,
A). v. Βοηδρόμιος, Βοηδρομιών.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Βαδρόμιος
Headword (normalized):
βαδρόμιος
Headword (normalized/stripped):
βαδρομιος
IDX:
18994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18995
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Βαδρόμιος</span>, <span class="orth greek">Βαδρομιών</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Βοηδρόμιος, Βοηδρομιών.</span> </div> </div><br><br>'}