Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βάδιον
βάδισις
βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδομαι
βάδος
Βαδρόμιος
βαδύς
βάζω
βαθακίζων
βαθίων
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
View word page
βάδομαι
βάδομαι·
ἀγαπῶ,
Hsch.
(For
ἥδομαι.
)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βάδομαι
Headword (normalized):
βάδομαι
Headword (normalized/stripped):
βαδομαι
IDX:
18992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18993
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βάδομαι·</span> <span class="foreign greek">ἀγαπῶ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (For <span class="foreign greek">ἥδομαι.</span>)</div><br><br>'}