Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀωροθάνατος
ἀωροθανής
ἀωρόλειος
ἀωρόμορος
ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος
ἄωροϲ
ἀωροσύνη
ἀωρότοκος
ἄωρτο
ἅως
Ἀώς
Ἀωσφόρος
ἀωτέω
ἀωτίζομαι
ἄωτον
ἄωτος
β
βᾶ
βαβάζω
View word page
ἄωρτο
ἄωρτο, Ep. plpf. Pass. of ἀείρω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄωρτο
Headword (normalized):
ἄωρτο
Headword (normalized/stripped):
αωρτο
IDX:
18942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18943
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄωρτο</span>, Ep. plpf. Pass. of <span class="foreign greek">ἀείρω.</span> </div><br><br>'}