ἄωρος (B),
ον, of the
πλεκτάναι or polypus-like legs of Scylla,
A). τῆς ἦ τοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι Od. 12.89 ; one of the Sch. expld. it as
κρεμαστοί, ἀπὸ τοῦ αἰωρῶ, but more prob. =
ἄκωλοι , as Sch.HQ, from Ion.
ὤρη B. II). ἄωροι πόδες fore-feet,
οὐ τοὺς ἀώρους εἶπά σοι .. πόδας πρίασθαι; σὺ δὲ φέρεις ὀπισθίους Philem. 145 .