ἀψίνθιον
ἀψίνθ-ιον, τό,
A). wormwood, Artemisia Absinthium, Morb. 3.11 , Mul. 1.74 , An. 1.5.1 , HP 1.12.1 , ; 3.23 ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι :—also 708 ἄψινθος, ἡ, CD 1.13 , but ὁ, Apoc. 8.11 ; and ἀψινθία, ἡ, Trall. 1.10 .
II). ἀψίνθιον, = ἀβρότονον , Ps.- . 3.24
2). = Artemisia monosperma, Pr. 5.4 .
3). ἀ. θαλάσσιον, = σέριφον , . 3.23