Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀψίαι
ἁψιδοειδής
ἁψιδόομαι
ἁψιδωτός
ἁψικάρδιος
ἁψικορία
ἁψίκορος
ἄψιλον
ἁψιμαχέω
ἁψιμαχία
ἁψιμαχικός
ἁψίμαχος
ἁψιμισία
ἀψινθᾶτον
ἀψίνθινος
ἀψίνθιον
ἀψινθίτης
ἀψίον
ἁψίς
ἅψις
ἄψογος
View word page
ἁψιμαχικός
ἁψι-μᾰχικός, , όν, = sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁψιμαχικός
Headword (normalized):
ἁψιμαχικός
Headword (normalized/stripped):
αψιμαχικος
IDX:
18885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18886
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁψι-μᾰχικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}