Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀψήφιστος
ἄψηφος
ἀψηφοφόρητος
ἀψίαι
ἁψιδοειδής
ἁψιδόομαι
ἁψιδωτός
ἁψικάρδιος
ἁψικορία
ἁψίκορος
ἄψιλον
ἁψιμαχέω
ἁψιμαχία
ἁψιμαχικός
ἁψίμαχος
ἁψιμισία
ἀψινθᾶτον
ἀψίνθινος
ἀψίνθιον
ἀψινθίτης
ἀψίον
View word page
ἄψιλον
ἄψιλον·
ἄπτερον ἢ πολύπτερον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄψιλον
Headword (normalized):
ἄψιλον
Headword (normalized/stripped):
αψιλον
IDX:
18882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18883
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄψιλον·</span> <span class="foreign greek">ἄπτερον ἢ πολύπτερον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}