Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀψευστέω
ἄψευστος
ἀψεφέω
ἀψεφής
ἄψηκτος
ἀψηλάφητος
ἄψητος
ἀψήφιστος
ἄψηφος
ἀψηφοφόρητος
ἀψίαι
ἁψιδοειδής
ἁψιδόομαι
ἁψιδωτός
ἁψικάρδιος
ἁψικορία
ἁψίκορος
ἄψιλον
ἁψιμαχέω
ἁψιμαχία
ἁψιμαχικός
View word page
ἀψίαι
ἀψίαι·
ἑορταί
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀψίαι
Headword (normalized):
ἀψίαι
Headword (normalized/stripped):
αψιαι
IDX:
18875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18876
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀψίαι·</span> <span class="foreign greek">ἑορταί</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}