Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀψευδία
ἀψευδέω
ἀψευδής
ἀψευδόμαντις
ἀψευστέω
ἄψευστος
ἀψεφέω
ἀψεφής
ἄψηκτος
ἀψηλάφητος
ἄψητος
ἀψήφιστος
ἄψηφος
ἀψηφοφόρητος
ἀψίαι
ἁψιδοειδής
ἁψιδόομαι
ἁψιδωτός
ἁψικάρδιος
ἁψικορία
ἁψίκορος
View word page
ἄψητος
ἄψητος· ἀνυπότακτος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄψητος
Headword (normalized):
ἄψητος
Headword (normalized/stripped):
αψητος
IDX:
18871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18872
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄψητος·</span> <span class="foreign greek">ἀνυπότακτος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}