Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀχρησία
ἀχρήσιμος
ἀχρησιμότης
ἀχρηστεύω
ἀχρηστέω
ἀχρηστία
ἀχρηστολογέω
ἄχρηστος
ἀχρηστόω
ἄχρι
ἀχρισατέες
ἀχροέω
ἄχροια
ἄχρονος
ἀχρονοτριβής
ἄχροος
ἄχρυσος
ἀχρωμάτιστος
ἀχρώματος
ἄχρωμος
ἄχρως
View word page
ἀχρισατέες
ἀχρισατέες· ἀληθές, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀχρισατέες
Headword (normalized):
ἀχρισατέες
Headword (normalized/stripped):
αχρισατεες
IDX:
18791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18792
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀχρισατέες·</span> <span class="foreign greek">ἀληθές,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}