Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
ἀχρεῖος
ἀχρειοσύνη
ἀχρειότης
ἀχρειόω
ἀχρεοκόπητος
ἄχρεος
ἀχρήεις
ἀχρηματέω
ἀχρηματία
ἀχρημάτιστος
ἀχρήματος
ἀχρημονέω
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρησία
ἀχρήσιμος
ἀχρησιμότης
ἀχρηστεύω
View word page
ἀχρηματέω
ἀχρημ-ᾰτέω
,
A).
to be without money,
Hsch.
s.v.
πένεται.
ShortDef
to be without money
Debugging
Headword:
ἀχρηματέω
Headword (normalized):
ἀχρηματέω
Headword (normalized/stripped):
αχρηματεω
IDX:
18774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18775
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀχρημ-ᾰτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be without money,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">πένεται.</span> </div> </div><br><br>'}