Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἀχρανής
ἄχραντος
ἀχράς
ἄχρατοι
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
ἀχρεῖος
ἀχρειοσύνη
ἀχρειότης
ἀχρειόω
ἀχρεοκόπητος
ἄχρεος
ἀχρήεις
ἀχρηματέω
ἀχρηματία
ἀχρημάτιστος
ἀχρήματος
ἀχρημονέω
View word page
ἀχρειοσύνη
ἀχρει-οσύνη
,
ἡ
, = sq.,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀχρειοσύνη
Headword (normalized):
ἀχρειοσύνη
Headword (normalized/stripped):
αχρειοσυνη
IDX:
18768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18769
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀχρει-οσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}