Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄχος
ἆχος
ἀχράαντος
ἀχραδῆναι
ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἀχρανής
ἄχραντος
ἀχράς
ἄχρατοι
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
ἀχρεῖος
ἀχρειοσύνη
ἀχρειότης
ἀχρειόω
ἀχρεοκόπητος
ἄχρεος
ἀχρήεις
View word page
ἄχρατοι
ἄχρατοι· οἱ πολέμιοι, Hsch. ἀχρέα· βλάσφημον, κτλ., Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄχρατοι
Headword (normalized):
ἄχρατοι
Headword (normalized/stripped):
αχρατοι
IDX:
18763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18764
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄχρατοι·</span> <span class="foreign greek">οἱ πολέμιοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀχρέα·</span> <span class="foreign greek">βλάσφημον, κτλ.,</span> Id.</div><br><br>'}