Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄχορα
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἀχόρταστος
ἄχος
ἆχος
ἀχράαντος
ἀχραδῆναι
ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἀχρανής
ἄχραντος
ἀχράς
ἄχρατοι
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
View word page
ἀχραδῆναι
ἀχραδῆναι· ζῷά τινα ξυλοφάγα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀχραδῆναι
Headword (normalized):
ἀχραδῆναι
Headword (normalized/stripped):
αχραδηναι
IDX:
18756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18757
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀχραδῆναι·</span> <span class="foreign greek">ζῷά τινα ξυλοφάγα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}