Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄχομαι
ἄχονδρος
ἄχορα
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἀχόρταστος
ἄχος
ἆχος
ἀχράαντος
ἀχραδῆναι
ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἀχρανής
ἄχραντος
ἀχράς
ἄχρατοι
ἀχρεία
View word page
ἆχος
ἆχος, Dor. for. ἦχος.


ShortDef

> ἦχος

Debugging

Headword:
ἆχος
Headword (normalized):
ἆχος
Headword (normalized/stripped):
αχος
IDX:
18754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18755
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἆχος</span>, Dor. for. <span class="foreign greek">ἦχος.</span> </div><br><br>'}