Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄχνη
ἀχνηκώς
ἄχνημος
ἄχνοος
ἀχνοῦχος
ἄχνυλα
ἄχνυμαι
ἀχνύς
ἀχνώδης
ἄχολος
ἄχομαι
ἄχονδρος
ἄχορα
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἀχόρταστος
ἄχος
ἆχος
View word page
ἄχομαι
ἄχομαι,
A). v. ἀχεύω, ἀχέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄχομαι
Headword (normalized):
ἄχομαι
Headword (normalized/stripped):
αχομαι
IDX:
18744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18745
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀχεύω, ἀχέω.</span> </div> </div><br><br>'}