Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄχλυσις
ἀχλύω
ἀχλυώδης
ἀχνάζω
ἄχνη
ἀχνηκώς
ἄχνημος
ἄχνοος
ἀχνοῦχος
ἄχνυλα
ἄχνυμαι
ἀχνύς
ἀχνώδης
ἄχολος
ἄχομαι
ἄχονδρος
ἄχορα
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
View word page
ἄχνυμαι
ἄχνυμαι,
A). v. ἀχεύω, ἀχέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄχνυμαι
Headword (normalized):
ἄχνυμαι
Headword (normalized/stripped):
αχνυμαι
IDX:
18740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄχνυμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀχεύω, ἀχέω.</span> </div> </div><br><br>'}