Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀχειρίδωτος
ἀχειροποίητος
ἀχειροτόνητος
ἀχειρούργητος
ἀχείρωτος
ἀχέλιον
Ἀχελωΐδες
Ἀχελᾦος
ἄχερδος
Ἀχερδούσιος
ἄχερλα
Ἀχερόντειος
ἀχερωΐς
Ἀχέρων
ἀχέτας
ἀχεύω
ἀχέω1
ἀχέω2
ἄχηλος
ἀχήλωτος
ἀχήν
View word page
ἄχερλα
ἄχερλα,
A). v. ἀχαρνώς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄχερλα
Headword (normalized):
ἄχερλα
Headword (normalized/stripped):
αχερλα
IDX:
18680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18681
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄχερλα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀχαρνώς.</span> </div> </div><br><br>'}