Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄχειρ
ἀχειραγώγητος
ἀχειράπτητος
ἀχειρής
ἀχειρία
ἀχειρίδωτος
ἀχειροποίητος
ἀχειροτόνητος
ἀχειρούργητος
ἀχείρωτος
ἀχέλιον
Ἀχελωΐδες
Ἀχελᾦος
ἄχερδος
Ἀχερδούσιος
ἄχερλα
Ἀχερόντειος
ἀχερωΐς
Ἀχέρων
ἀχέτας
ἀχεύω
View word page
ἀχέλιον
ἀχέλιον·
τὸ λεπτομερές,
Hsch.
ἀχέλουρις·
ποίμνη τις
( Tarent.), Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀχέλιον
Headword (normalized):
ἀχέλιον
Headword (normalized/stripped):
αχελιον
IDX:
18675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18676
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀχέλιον·</span> <span class="foreign greek">τὸ λεπτομερές,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀχέλουρις·</span> <span class="foreign greek">ποίμνη τις</span> ( Tarent.), Id.</div><br><br>'}